ἀγορανόμῳ

ἀγορανόμῳ
ἀγορανόμος
clerk of the market
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγορανομώ — ἀγορανομῶ ( έω) (Α) [ἀγορανόμος] είμαι αγορανόμος* …   Dictionary of Greek

  • ἀγορανομῶ — ἀγορανομέω to be pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀγορανομέω to be pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγορανόμος — Άρχοντας στην αρχαία Ελλάδα, που είχε καθήκον του την επίβλεψη της λειτουργίας των αγορών. Στην Αθήνα οι α. ήταν δέκα και εκλέγονταν με κλήρο για έναν χρόνο, ένας από κάθε φυλή. Ο επικεφαλής τους λεγόταν πρέσβυς. Α. υπήρχαν επίσης και στην… …   Dictionary of Greek

  • προαγορανομώ — έω, Α διετέλεσα αγορανόμος προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + ἀγορανομῶ «είμαι αγορανόμος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”